εκχερσώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εκχερσώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκχερσώνω
  2. θα εκχερσώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκχερσώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εκχερσώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκχέρσωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.