εκχερσωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκχερσωμένος η εκχερσωμένη το εκχερσωμένο
      γενική του εκχερσωμένου της εκχερσωμένης του εκχερσωμένου
    αιτιατική τον εκχερσωμένο την εκχερσωμένη το εκχερσωμένο
     κλητική εκχερσωμένε εκχερσωμένη εκχερσωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκχερσωμένοι οι εκχερσωμένες τα εκχερσωμένα
      γενική των εκχερσωμένων των εκχερσωμένων των εκχερσωμένων
    αιτιατική τους εκχερσωμένους τις εκχερσωμένες τα εκχερσωμένα
     κλητική εκχερσωμένοι εκχερσωμένες εκχερσωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκχερσωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκχερσώνω

Μετοχή

εκχερσωμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη εκχερσώνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.