εκφορτωτήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκφορτωτήρας | οι | εκφορτωτήρες |
| γενική | του | εκφορτωτήρα | των | εκφορτωτήρων |
| αιτιατική | τον | εκφορτωτήρα | τους | εκφορτωτήρες |
| κλητική | εκφορτωτήρα | εκφορτωτήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
εκφορτωτήρας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.