εκπλαγεί
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
εκπλαγεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εκπλήσσομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπλήσσομαι
- θα εκπλαγεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπλήσσομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.