εκβιαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκβιαστής οι εκβιαστές
      γενική του εκβιαστή των εκβιαστών
    αιτιατική τον εκβιαστή τους εκβιαστές
     κλητική εκβιαστή εκβιαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκβιαστής < (ελληνιστική κοινή) ἐκβιαστής < αρχαία ελληνική ἐκβιάζω < ἐκ + βιάζω < βία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷeih₃w- (ζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ek.vi.aˈstis/

Ουσιαστικό

εκβιαστής αρσενικό (θηλυκό: εκβιάστρια)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.