εδραίο

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

εδραίο

  1. εδραίος, στην αιτιατική του ενικού

εδραίο, ουδέτερο του εδραίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.