δῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- δῖος < αρχαία ελληνική Ζεύς, γεν. → Διός
Επίθετο
δῖος, -α, -ον
- θεϊκός, ευγενής, ένδοξος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 516 (στίχοι 515-516)
- Ἕκτορα δῖον ἔτετμεν ἀδελφεόν, εὖτ᾽ ἄρ᾽ ἔμελλε | στρέψεσθ᾽ ἐκ χώρης ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικί.
- Τον θείον εύρηκε αδελφόν κει πόμελλε να στρέψει | απ᾽ όπου με την ποθητήν γυναίκα του ομιλούσε.
- Μετάφραση Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek‑language.gr
- Ἕκτορα δῖον ἔτετμεν ἀδελφεόν, εὖτ᾽ ἄρ᾽ ἔμελλε | στρέψεσθ᾽ ἐκ χώρης ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικί.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 516 (στίχοι 515-516)
Συγγενικά
- διιπετής (υψιπετής)
- διιπέτης (αιθεροβάμων)
- διιτρεφής
- Διπόλεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.