δόμησις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

δόμησις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δόμησις

Ουσιαστικό

δόμησις θηλυκό

Συγγενικά

  • ἀναδόμησις
  • δομητός
  • δομήτωρ

 και δείτε τη λέξη δομῶ

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δόμησῐς αἱ δομήσεις
      γενική τῆς δομήσεως τῶν δομήσεων
      δοτική τῇ δομήσει ταῖς δομήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν δόμησῐν τὰς δομήσεις
     κλητική ! δόμησῐ δομήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δομήσει
γεν-δοτ τοῖν  δομησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δόμησις < δομάω / δομέω / δομόω, δομῶ, δομη- + -σις  δείτε και το αρχαίο δομή

Ουσιαστικό

δόμησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

Σύνθετα

  • ἀνοικοδόμησις
  • διοικοδόμησις
  • ἐξοικοδόμησις
  • ἐνδόμησις
  • ἐποικοδόμησις
  • οἰκοδόμησις
  • περιοικοδόμησις
  • ὑποδόμησις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.