δωδεκάωρου
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
δωδεκάωρου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του δωδεκάωρος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του δωδεκάωρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.