δρύπη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δρύπη οι δρύπες
      γενική της δρύπης των δρυπών
    αιτιατική τη δρύπη τις δρύπες
     κλητική δρύπη δρύπες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δρύπη < γαλλική drupe[1] [2] < λατινική drupa[1] < ελληνιστική κοινή δρύππᾱ[1] (αντιδάνειο) < αρχαία ελληνική δρῠπεπής / δρῡ́πεψ < δρῦς + πέσσω

Ουσιαστικό

δρύπη θηλυκό

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

  1. δρύπη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. δρύπη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.