δραχμοδίαιτο
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
δραχμοδίαιτο
- αιτιατική ενικού του δραχμοδίαιτος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δραχμοδίαιτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.