δουναβικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δουναβικός η δουναβική το δουναβικό
      γενική του δουναβικού της δουναβικής του δουναβικού
    αιτιατική τον δουναβικό τη δουναβική το δουναβικό
     κλητική δουναβικέ δουναβική δουναβικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δουναβικοί οι δουναβικές τα δουναβικά
      γενική των δουναβικών των δουναβικών των δουναβικών
    αιτιατική τους δουναβικούς τις δουναβικές τα δουναβικά
     κλητική δουναβικοί δουναβικές δουναβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δουναβικός < Δούναβ(ης) + -ικός

Επίθετο

δουναβικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.