δουναβικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δουναβικός | η | δουναβική | το | δουναβικό |
| γενική | του | δουναβικού | της | δουναβικής | του | δουναβικού |
| αιτιατική | τον | δουναβικό | τη | δουναβική | το | δουναβικό |
| κλητική | δουναβικέ | δουναβική | δουναβικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δουναβικοί | οι | δουναβικές | τα | δουναβικά |
| γενική | των | δουναβικών | των | δουναβικών | των | δουναβικών |
| αιτιατική | τους | δουναβικούς | τις | δουναβικές | τα | δουναβικά |
| κλητική | δουναβικοί | δουναβικές | δουναβικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δουναβικός < Δούναβ(ης) + -ικός
Επίθετο
δουναβικός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του δουνάβιος
- ※ Το δουναβικό limes θ’ αποκτήσει ξεχωριστή σημασία από τους πρώτους αιώνες της ιστορίας του Βυζαντίου, δεδομένου ότι οι συχνές παραβιάσεις του από τις επιδρομές των βαρβαρικών λαών θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στη ζωή των βορείων επαρχιών με επικίνδυνες προεκτάσεις για την πρωτεύουσα της ανατολικής αυτοκρατορίας.(Σοφία Πατούρα, «Συμβολὴ στὴν ἱστορία τῶν βορείων ἐπαρχιῶν τῆς Αὐτοκρατορίας (4ος-6ος αἰ.). Φιλολογικὲς πηγὲς», Βυζαντινά Σύμμεικτα, 6 (1985) σελ. 315)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Δούναβης
Μεταφράσεις
δουναβικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.