δομινικανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δομινικανός οι δομινικανοί
      γενική του δομινικανού των δομινικανών
    αιτιατική τον δομινικανό τους δομινικανούς
     κλητική δομινικανέ δομινικανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δομινικανός < μεσαιωνική λατινική Dominicanus

Ουσιαστικό

δομινικανός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.