δολωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δολωμένος | η | δολωμένη | το | δολωμένο |
| γενική | του | δολωμένου | της | δολωμένης | του | δολωμένου |
| αιτιατική | τον | δολωμένο | τη | δολωμένη | το | δολωμένο |
| κλητική | δολωμένε | δολωμένη | δολωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δολωμένοι | οι | δολωμένες | τα | δολωμένα |
| γενική | των | δολωμένων | των | δολωμένων | των | δολωμένων |
| αιτιατική | τους | δολωμένους | τις | δολωμένες | τα | δολωμένα |
| κλητική | δολωμένοι | δολωμένες | δολωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δολωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δολώνω
Μεταφράσεις
δολωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.