διφορέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
διφορέω
- (για φυτά) παράγω καρπούς δύο φορές το έτος
- (παθητικό, για λέξεις) γράφομαι ή προφέρομαι με δύο διαφορετικούς τρόπους
- διφορούμενος (συλλογισμός/ λόγος): ο συλλογισμός στον οποίο η προϋπόθεση ταυτίζεται με το συμπέρασμα
- τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ διφορούμενοι͵ οἷός ἐστιν εἰ ἡμέρα ἐστίν͵ ἡμέρα ἐστίν· ἀλλὰ μὴν ἡμέρα ἐστίν· ἡμέρα ἄρα ἐστίν. (Αλέξανδρος Αφροδισιεύς, Εις Το Α των Αριστοτέλους Αναλυτικών Προτέρων Υπόμνημα, 18.17)
- διφορούμενος (συλλογισμός/ λόγος): ο συλλογισμός στον οποίο η προϋπόθεση ταυτίζεται με το συμπέρασμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.