διουρητικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διουρητικό | τα | διουρητικά |
| γενική | του | διουρητικού | των | διουρητικών |
| αιτιατική | το | διουρητικό | τα | διουρητικά |
| κλητική | διουρητικό | διουρητικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διουρητικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διουρητικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό
διουρητικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
διουρητικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
διουρητικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του διουρητικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διουρητικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.