διογκωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διογκωτικός | η | διογκωτική | το | διογκωτικό |
| γενική | του | διογκωτικού | της | διογκωτικής | του | διογκωτικού |
| αιτιατική | τον | διογκωτικό | τη | διογκωτική | το | διογκωτικό |
| κλητική | διογκωτικέ | διογκωτική | διογκωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διογκωτικοί | οι | διογκωτικές | τα | διογκωτικά |
| γενική | των | διογκωτικών | των | διογκωτικών | των | διογκωτικών |
| αιτιατική | τους | διογκωτικούς | τις | διογκωτικές | τα | διογκωτικά |
| κλητική | διογκωτικοί | διογκωτικές | διογκωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.oŋ.ɡo.tiˈkos/
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
διογκωτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.