διεγέρσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διεγέρσιμος η διεγέρσιμη το διεγέρσιμο
      γενική του διεγέρσιμου της διεγέρσιμης του διεγέρσιμου
    αιτιατική τον διεγέρσιμο τη διεγέρσιμη το διεγέρσιμο
     κλητική διεγέρσιμε διεγέρσιμη διεγέρσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διεγέρσιμοι οι διεγέρσιμες τα διεγέρσιμα
      γενική των διεγέρσιμων των διεγέρσιμων των διεγέρσιμων
    αιτιατική τους διεγέρσιμους τις διεγέρσιμες τα διεγέρσιμα
     κλητική διεγέρσιμοι διεγέρσιμες διεγέρσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διεγέρσιμος < διεγείρω + -σιμος

Επίθετο

διεγέρσιμος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.