διατυπώσει
Νέα ελληνικά
(el)
Ρηματικός τύπος
διατυπώσει
απαρέμφατο αορίστου του ρήματος
διατυπώνω
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος
διατυπώνω
θα διατυπώσει
:
γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
διατυπώνω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.