διατυμπανισμένων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
διατυμπανισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του διατυμπανισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του διατυμπανισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του διατυμπανισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.