διαπεραιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαπεραιώνω < (ελληνιστική κοινή) διαπεραιόω / διαπεραιῶ < αρχαία ελληνική περαιόω / περαιῶ < πέρας
Ρήμα
διαπεραιώνω (παθητική φωνή: διαπεραιώνομαι)
Συγγενικά
- διαπεραίωση
- → δείτε τις λέξεις διά και πέρας
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαπεραιώνω | διαπεραίωνα | θα διαπεραιώνω | να διαπεραιώνω | διαπεραιώνοντας | |
| β' ενικ. | διαπεραιώνεις | διαπεραίωνες | θα διαπεραιώνεις | να διαπεραιώνεις | διαπεραίωνε | |
| γ' ενικ. | διαπεραιώνει | διαπεραίωνε | θα διαπεραιώνει | να διαπεραιώνει | ||
| α' πληθ. | διαπεραιώνουμε | διαπεραιώναμε | θα διαπεραιώνουμε | να διαπεραιώνουμε | ||
| β' πληθ. | διαπεραιώνετε | διαπεραιώνατε | θα διαπεραιώνετε | να διαπεραιώνετε | διαπεραιώνετε | |
| γ' πληθ. | διαπεραιώνουν(ε) | διαπεραίωναν διαπεραιώναν(ε) |
θα διαπεραιώνουν(ε) | να διαπεραιώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαπεραίωσα | θα διαπεραιώσω | να διαπεραιώσω | διαπεραιώσει | ||
| β' ενικ. | διαπεραίωσες | θα διαπεραιώσεις | να διαπεραιώσεις | διαπεραίωσε | ||
| γ' ενικ. | διαπεραίωσε | θα διαπεραιώσει | να διαπεραιώσει | |||
| α' πληθ. | διαπεραιώσαμε | θα διαπεραιώσουμε | να διαπεραιώσουμε | |||
| β' πληθ. | διαπεραιώσατε | θα διαπεραιώσετε | να διαπεραιώσετε | διαπεραιώστε | ||
| γ' πληθ. | διαπεραίωσαν διαπεραιώσαν(ε) |
θα διαπεραιώσουν(ε) | να διαπεραιώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διαπεραιώσει | είχα διαπεραιώσει | θα έχω διαπεραιώσει | να έχω διαπεραιώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διαπεραιώσει | είχες διαπεραιώσει | θα έχεις διαπεραιώσει | να έχεις διαπεραιώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διαπεραιώσει | είχε διαπεραιώσει | θα έχει διαπεραιώσει | να έχει διαπεραιώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαπεραιώσει | είχαμε διαπεραιώσει | θα έχουμε διαπεραιώσει | να έχουμε διαπεραιώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διαπεραιώσει | είχατε διαπεραιώσει | θα έχετε διαπεραιώσει | να έχετε διαπεραιώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαπεραιώσει | είχαν διαπεραιώσει | θα έχουν διαπεραιώσει | να έχουν διαπεραιώσει |
| |
Μεταφράσεις
διαπεραιώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.