διαπεραιώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαπεραιώνομαι | διαπεραιωνόμουν(α) | θα διαπεραιώνομαι | να διαπεραιώνομαι | ||
| β' ενικ. | διαπεραιώνεσαι | διαπεραιωνόσουν(α) | θα διαπεραιώνεσαι | να διαπεραιώνεσαι | (διαπεραιώνου) | |
| γ' ενικ. | διαπεραιώνεται | διαπεραιωνόταν(ε) | θα διαπεραιώνεται | να διαπεραιώνεται | ||
| α' πληθ. | διαπεραιωνόμαστε | διαπεραιωνόμαστε διαπεραιωνόμασταν |
θα διαπεραιωνόμαστε | να διαπεραιωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | διαπεραιώνεστε | διαπεραιωνόσαστε διαπεραιωνόσασταν |
θα διαπεραιώνεστε | να διαπεραιώνεστε | (διαπεραιώνεστε) | |
| γ' πληθ. | διαπεραιώνονται | διαπεραιώνονταν διαπεραιωνόντουσαν |
θα διαπεραιώνονται | να διαπεραιώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαπεραιώθηκα | θα διαπεραιωθώ | να διαπεραιωθώ | διαπεραιωθεί | ||
| β' ενικ. | διαπεραιώθηκες | θα διαπεραιωθείς | να διαπεραιωθείς | διαπεραιώσου | ||
| γ' ενικ. | διαπεραιώθηκε | θα διαπεραιωθεί | να διαπεραιωθεί | |||
| α' πληθ. | διαπεραιωθήκαμε | θα διαπεραιωθούμε | να διαπεραιωθούμε | |||
| β' πληθ. | διαπεραιωθήκατε | θα διαπεραιωθείτε | να διαπεραιωθείτε | διαπεραιωθείτε | ||
| γ' πληθ. | διαπεραιώθηκαν διαπεραιωθήκαν(ε) |
θα διαπεραιωθούν(ε) | να διαπεραιωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διαπεραιωθεί | είχα διαπεραιωθεί | θα έχω διαπεραιωθεί | να έχω διαπεραιωθεί | διαπεραιωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διαπεραιωθεί | είχες διαπεραιωθεί | θα έχεις διαπεραιωθεί | να έχεις διαπεραιωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διαπεραιωθεί | είχε διαπεραιωθεί | θα έχει διαπεραιωθεί | να έχει διαπεραιωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαπεραιωθεί | είχαμε διαπεραιωθεί | θα έχουμε διαπεραιωθεί | να έχουμε διαπεραιωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διαπεραιωθεί | είχατε διαπεραιωθεί | θα έχετε διαπεραιωθεί | να έχετε διαπεραιωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαπεραιωθεί | είχαν διαπεραιωθεί | θα έχουν διαπεραιωθεί | να έχουν διαπεραιωθεί | ||
Μεταφράσεις
διαπεραιώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.