διανυκτερεύσει
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
διανυκτερεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διανυκτερεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διανυκτερεύω
- θα διανυκτερεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διανυκτερεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.