διανοουμενίστικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διανοουμενίστικος | η | διανοουμενίστικη | το | διανοουμενίστικο |
| γενική | του | διανοουμενίστικου | της | διανοουμενίστικης | του | διανοουμενίστικου |
| αιτιατική | τον | διανοουμενίστικο | τη | διανοουμενίστικη | το | διανοουμενίστικο |
| κλητική | διανοουμενίστικε | διανοουμενίστικη | διανοουμενίστικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διανοουμενίστικοι | οι | διανοουμενίστικες | τα | διανοουμενίστικα |
| γενική | των | διανοουμενίστικων | των | διανοουμενίστικων | των | διανοουμενίστικων |
| αιτιατική | τους | διανοουμενίστικους | τις | διανοουμενίστικες | τα | διανοουμενίστικα |
| κλητική | διανοουμενίστικοι | διανοουμενίστικες | διανοουμενίστικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διανοουμενίστικος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
διανοουμενίστικος
- σοφιστικέ, που επιφανειακά ή αισθητικά μοιάζει διανοούμενος
Μεταφράσεις
διανοουμενίστικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.