διαμερίσει

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

διαμερίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαμερίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαμερίζω
  3. θα διαμερίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαμερίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.