διαμίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαμίνη οι διαμίνες
      γενική της διαμίνης των διαμινών
    αιτιατική τη διαμίνη τις διαμίνες
     κλητική διαμίνη διαμίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαμίνη < δι- + αμίνη (αντιδάνειο) αγγλική diamine

Ουσιαστικό

διαμίνη θηλυκό

  • (χημεία): οποιαδήποτε χημική ένωση στο μόριο της οποίας υφίστανται δύο αμινομάδες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.