διαβατηριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαβατηριακός | η | διαβατηριακή | το | διαβατηριακό |
| γενική | του | διαβατηριακού | της | διαβατηριακής | του | διαβατηριακού |
| αιτιατική | τον | διαβατηριακό | τη | διαβατηριακή | το | διαβατηριακό |
| κλητική | διαβατηριακέ | διαβατηριακή | διαβατηριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαβατηριακοί | οι | διαβατηριακές | τα | διαβατηριακά |
| γενική | των | διαβατηριακών | των | διαβατηριακών | των | διαβατηριακών |
| αιτιατική | τους | διαβατηριακούς | τις | διαβατηριακές | τα | διαβατηριακά |
| κλητική | διαβατηριακοί | διαβατηριακές | διαβατηριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαβατηριακός < διαβατήριο + -ακός
Επίθετο
διαβατηριακός
- που έχει σχέση με το διαβατήριο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό
- ※ Επαναλειτουργεί από φέτος ο διαβατηριακός έλεγχος εισόδου—εξόδου στον λιμένα της Αγίας Μαρίνας στη Λέρο. (www.ertnews.gr, 03.05.2022)
Μεταφράσεις
διαβατηριακός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.