διαβατηριακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαβατηριακός η διαβατηριακή το διαβατηριακό
      γενική του διαβατηριακού της διαβατηριακής του διαβατηριακού
    αιτιατική τον διαβατηριακό τη διαβατηριακή το διαβατηριακό
     κλητική διαβατηριακέ διαβατηριακή διαβατηριακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαβατηριακοί οι διαβατηριακές τα διαβατηριακά
      γενική των διαβατηριακών των διαβατηριακών των διαβατηριακών
    αιτιατική τους διαβατηριακούς τις διαβατηριακές τα διαβατηριακά
     κλητική διαβατηριακοί διαβατηριακές διαβατηριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαβατηριακός < διαβατήριο + -ακός

Επίθετο

διαβατηριακός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.