διάλειψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διάλειψῐς | αἱ | διαλείψεις |
| γενική | τῆς | διαλείψεως | τῶν | διαλείψεων |
| δοτική | τῇ | διαλείψει | ταῖς | διαλείψεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | διάλειψῐν | τὰς | διαλείψεις |
| κλητική ὦ! | διάλειψῐ | διαλείψεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαλείψει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διαλειψέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διάλειψις < διαλείπ(ω) + -σις > -ψις
Ουσιαστικό
διάλειψις, -εως θηλυκό
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- διάλειψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.