δευτεράντζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δευτεράντζα οι δευτεράντζες
      γενική της δευτεράντζας
    αιτιατική τη δευτεράντζα τις δευτεράντζες
     κλητική δευτεράντζα δευτεράντζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δευτεράντζα < δεύτερος (, -ο) + -άντζα

Ουσιαστικό

δευτεράντζα θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.