δεκατιανό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δεκατιανό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
δεκατιανό ουδέτερο
- είδος γεύματος που τρώγεται μεταξύ πρωινού και μεσημεριανού, συνήθως στις δέκα το πρωί
Μεταφράσεις
δεκατιανό
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.