δεκάγωνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δεκάγωνο | τα | δεκάγωνα |
| γενική | του | δεκάγωνου | των | δεκάγωνων |
| αιτιατική | το | δεκάγωνο | τα | δεκάγωνα |
| κλητική | δεκάγωνο | δεκάγωνα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δεκάγωνο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δεκάγωνος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.