δεισιδαιμονικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεισιδαιμονικός η δεισιδαιμονική το δεισιδαιμονικό
      γενική του δεισιδαιμονικού της δεισιδαιμονικής του δεισιδαιμονικού
    αιτιατική τον δεισιδαιμονικό τη δεισιδαιμονική το δεισιδαιμονικό
     κλητική δεισιδαιμονικέ δεισιδαιμονική δεισιδαιμονικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεισιδαιμονικοί οι δεισιδαιμονικές τα δεισιδαιμονικά
      γενική των δεισιδαιμονικών των δεισιδαιμονικών των δεισιδαιμονικών
    αιτιατική τους δεισιδαιμονικούς τις δεισιδαιμονικές τα δεισιδαιμονικά
     κλητική δεισιδαιμονικοί δεισιδαιμονικές δεισιδαιμονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δεισιδαιμονικός < δεισιδαιμονία + -ικός

Επίθετο

δεισιδαιμονικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.