δαντέλλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαντέλλα οι δαντέλλες
      γενική της δαντέλλας των δαντελλών
    αιτιατική τη δαντέλλα τις δαντέλλες
     κλητική δαντέλλα δαντέλλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δαντέλλα < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική dentelle χωρίς ορθογραφική απλοποίηση του διπλού συμφώουν

Ουσιαστικό

δαντέλλα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.