γυναικοκαβγάδες
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝi.ne.ko.kaˈvɣa.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐ναι‐κο‐κα‐βγά‐δες
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
γυναικοκαβγάδες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γυναικοκαβγάς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.