γυμνασιαρχέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  γυμνασιαρχῶ   γυμνασιαρχοῦμαι 
Παρατατικός  ἐγυμνασιάρχουν 
Μέλλοντας
Αόριστος  ἐγυμνασιάρχησα 
Παρακείμενος  γεγυμνασιάρχηκα 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

γυμνασιαρχέω < γυμνασίαρχος ή γυμνασιάρχης

Ρήμα

γυμνασιαρχέω

  1. είμαι γυμνασίαρχος ή γυμνασιάρχης (διευθύνω την παλαίστρα και πληρώνω τους γυμναστές)
  2. (παθητικό) έχω ως γυμνασίαρχο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.