γυιόω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γυιόω < γυιός


Ρήμα

γυιόω-γυιῶ
  1. τραυματίζω κάποιον
  2. καθιστώ κάποιον ανάπηρο στα χέρια ή στα πόδια, συνήθως στα πόδια
  3. αποδυναμώνω κάποιον
  4. παθητικό: τραυματίζομαι, μένω ανάπηρος, αλλά και αποδυναμώνομαι, χάνω τη δυναμή μου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.