γυιόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
- γυιόω-γυιῶ
- τραυματίζω κάποιον
- καθιστώ κάποιον ανάπηρο στα χέρια ή στα πόδια, συνήθως στα πόδια
- αποδυναμώνω κάποιον
- παθητικό: τραυματίζομαι, μένω ανάπηρος, αλλά και αποδυναμώνομαι, χάνω τη δυναμή μου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.