γρυπότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
- γρυπότης-ότητος θηλυκό
- η κυρτότητα, η καμπυλότητα (π.χ. στη μυτη, ή στο ράμφος των πουλιών ή στα νύχια ζώων αλλά και ανθρώπων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.