γρούπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γρούπος οι γρούποι
      γενική του γρούπου των γρούπων
    αιτιατική τον γρούπο τους γρούπους
     κλητική γρούπε γρούποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γρούπος < ιταλική gruppo < δημώδης λατινική *gruppo < φραγκικά *kruppa < πρωτογερμανική *kruppaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *grewb- < *ger- (γυρίζω, στρέφω)

Ουσιαστικό

γρούπος αρσενικό

  1. (παρωχημένο) σωρός όμοιων πραγμάτων
  2. (παρωχημένο) χρηματόδεμα
  3. (παρωχημένο) ομάδα ανθρώπων που στέκονται ή περπατάνε μαζί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.