γρούπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γρούπος | οι | γρούποι |
| γενική | του | γρούπου | των | γρούπων |
| αιτιατική | τον | γρούπο | τους | γρούπους |
| κλητική | γρούπε | γρούποι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γρούπος < ιταλική gruppo < δημώδης λατινική *gruppo < φραγκικά *kruppa < πρωτογερμανική *kruppaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *grewb- < *ger- (γυρίζω, στρέφω)
Ουσιαστικό
γρούπος αρσενικό
- (παρωχημένο) σωρός όμοιων πραγμάτων
- (παρωχημένο) χρηματόδεμα
- (παρωχημένο) ομάδα ανθρώπων που στέκονται ή περπατάνε μαζί
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γκρουπ
Μεταφράσεις
γρούπος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.