γραμματοκιβώτιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γραμματοκιβώτιο | τα | γραμματοκιβώτια |
| γενική | του | γραμματοκιβωτίου & γραμματοκιβώτιου |
των | γραμματοκιβωτίων |
| αιτιατική | το | γραμματοκιβώτιο | τα | γραμματοκιβώτια |
| κλητική | γραμματοκιβώτιο | γραμματοκιβώτια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Γραμματοκιβώτιο σε κήπο μονοκατοικίας.

Γραμματοκιβώτιο ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Ουσιαστικό
γραμματοκιβώτιο ουδέτερο
- μικρό κιβώτιο με σχισμή, τοποθετημένο έξω από το σπίτι ή στην είσοδο της πολυκατοικίας, μέσα στο οποίο παραδίδει ο ταχυδρόμος την αλληλογραφία μας
- (πληροφορική) ο φάκελος εισερχομένων του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
- (πληροφορική) εισερχόμενα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.