γραμματοδιδάσκαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γραμματοδιδάσκαλος | οι | γραμματοδιδάσκαλοι |
| γενική | του | γραμματοδιδασκάλου & γραμματοδιδάσκαλου |
των | γραμματοδιδασκάλων |
| αιτιατική | τον | γραμματοδιδάσκαλο | τους | γραμματοδιδασκάλους |
| κλητική | γραμματοδιδάσκαλε | γραμματοδιδάσκαλοι | ||
| Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γραμματοδιδάσκαλος < γραμματο- + διδάσκαλος
Ουσιαστικό
γραμματοδιδάσκαλος αρσενικό
- (παρωχημένο) ο δάσκαλος για τα στοιχειώδη γράμματα, γραφή και ανάγνωση
Μεταφράσεις
γραμματοδιδάσκαλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.