γράδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γράδο | τα | γράδα |
| γενική | του | γράδου | των | γράδων |
| αιτιατική | το | γράδο | τα | γράδα |
| κλητική | γράδο | γράδα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γράδο ουδέτερο
- όργανο που μετρά την πυκνότητα ενός υγρού, το πυκνόμετρο ή αραιόμετρο
- ο βαθμός πυκνότητας ενός υγρού ή περιεκτικότητάς του σε ένα συστατικό, πχ ο αλκοολικός βαθμός του κρασιού
Συγγενικά
Μεταφράσεις
γράδο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.