γράδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γράδο τα γράδα
      γενική του γράδου των γράδων
    αιτιατική το γράδο τα γράδα
     κλητική γράδο γράδα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γράδο < ιταλική grado

Ουσιαστικό

γράδο ουδέτερο

  1. όργανο που μετρά την πυκνότητα ενός υγρού, το πυκνόμετρο ή αραιόμετρο
  2. ο βαθμός πυκνότητας ενός υγρού ή περιεκτικότητάς του σε ένα συστατικό, πχ ο αλκοολικός βαθμός του κρασιού

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.