γουρσούζικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γουρσούζικος | η | γουρσούζικη | το | γουρσούζικο |
| γενική | του | γουρσούζικου | της | γουρσούζικης | του | γουρσούζικου |
| αιτιατική | τον | γουρσούζικο | τη | γουρσούζικη | το | γουρσούζικο |
| κλητική | γουρσούζικε | γουρσούζικη | γουρσούζικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γουρσούζικοι | οι | γουρσούζικες | τα | γουρσούζικα |
| γενική | των | γουρσούζικων | των | γουρσούζικων | των | γουρσούζικων |
| αιτιατική | τους | γουρσούζικους | τις | γουρσούζικες | τα | γουρσούζικα |
| κλητική | γουρσούζικοι | γουρσούζικες | γουρσούζικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γουρσούζικος < γουρσούζ(ης) + -ικος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣuɾˈsu.zi.kos/
Συγγενικά
- γουρσούζικα
- → δείτε τις λέξεις γρουσούζης και γούρι
Μεταφράσεις
γουρσούζικος
|
→ δείτε τη λέξη γρουσούζης |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.