γουρσουζεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γουρσουζεύω < γουρσούζ(ης) + -εύω
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις γρουσούζης και γούρι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | γουρσουζεύω | γουρσούζευα | θα γουρσουζεύω | να γουρσουζεύω | γουρσουζεύοντας | |
| β' ενικ. | γουρσουζεύεις | γουρσούζευες | θα γουρσουζεύεις | να γουρσουζεύεις | γουρσούζευε | |
| γ' ενικ. | γουρσουζεύει | γουρσούζευε | θα γουρσουζεύει | να γουρσουζεύει | ||
| α' πληθ. | γουρσουζεύουμε | γουρσουζεύαμε | θα γουρσουζεύουμε | να γουρσουζεύουμε | ||
| β' πληθ. | γουρσουζεύετε | γουρσουζεύατε | θα γουρσουζεύετε | να γουρσουζεύετε | γουρσουζεύετε | |
| γ' πληθ. | γουρσουζεύουν(ε) | γουρσούζευαν γουρσουζεύαν(ε) |
θα γουρσουζεύουν(ε) | να γουρσουζεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | γουρσούζεψα | θα γουρσουζέψω | να γουρσουζέψω | γουρσουζέψει | ||
| β' ενικ. | γουρσούζεψες | θα γουρσουζέψεις | να γουρσουζέψεις | γουρσούζεψε | ||
| γ' ενικ. | γουρσούζεψε | θα γουρσουζέψει | να γουρσουζέψει | |||
| α' πληθ. | γουρσουζέψαμε | θα γουρσουζέψουμε | να γουρσουζέψουμε | |||
| β' πληθ. | γουρσουζέψατε | θα γουρσουζέψετε | να γουρσουζέψετε | γουρσουζέψτε | ||
| γ' πληθ. | γουρσούζεψαν γουρσουζέψαν(ε) |
θα γουρσουζέψουν(ε) | να γουρσουζέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω γουρσουζέψει | είχα γουρσουζέψει | θα έχω γουρσουζέψει | να έχω γουρσουζέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις γουρσουζέψει | είχες γουρσουζέψει | θα έχεις γουρσουζέψει | να έχεις γουρσουζέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει γουρσουζέψει | είχε γουρσουζέψει | θα έχει γουρσουζέψει | να έχει γουρσουζέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε γουρσουζέψει | είχαμε γουρσουζέψει | θα έχουμε γουρσουζέψει | να έχουμε γουρσουζέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε γουρσουζέψει | είχατε γουρσουζέψει | θα έχετε γουρσουζέψει | να έχετε γουρσουζέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν γουρσουζέψει | είχαν γουρσουζέψει | θα έχουν γουρσουζέψει | να έχουν γουρσουζέψει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | γουρσουζεύομαι | γουρσουζευόμουν(α) | θα γουρσουζεύομαι | να γουρσουζεύομαι | ||
| β' ενικ. | γουρσουζεύεσαι | γουρσουζευόσουν(α) | θα γουρσουζεύεσαι | να γουρσουζεύεσαι | (γουρσουζεύου) | |
| γ' ενικ. | γουρσουζεύεται | γουρσουζευόταν(ε) | θα γουρσουζεύεται | να γουρσουζεύεται | ||
| α' πληθ. | γουρσουζευόμαστε | γουρσουζευόμαστε γουρσουζευόμασταν |
θα γουρσουζευόμαστε | να γουρσουζευόμαστε | ||
| β' πληθ. | γουρσουζεύεστε | γουρσουζευόσαστε γουρσουζευόσασταν |
θα γουρσουζεύεστε | να γουρσουζεύεστε | (γουρσουζεύεστε) | |
| γ' πληθ. | γουρσουζεύονται | γουρσουζεύονταν γουρσουζευόντουσαν |
θα γουρσουζεύονται | να γουρσουζεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | γουρσουζεύτηκα | θα γουρσουζευτώ | να γουρσουζευτώ | γουρσουζευτεί | ||
| β' ενικ. | γουρσουζεύτηκες | θα γουρσουζευτείς | να γουρσουζευτείς | γουρσουζέψου | ||
| γ' ενικ. | γουρσουζεύτηκε | θα γουρσουζευτεί | να γουρσουζευτεί | |||
| α' πληθ. | γουρσουζευτήκαμε | θα γουρσουζευτούμε | να γουρσουζευτούμε | |||
| β' πληθ. | γουρσουζευτήκατε | θα γουρσουζευτείτε | να γουρσουζευτείτε | γουρσουζευτείτε | ||
| γ' πληθ. | γουρσουζεύτηκαν γουρσουζευτήκαν(ε) |
θα γουρσουζευτούν(ε) | να γουρσουζευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω γουρσουζευτεί | είχα γουρσουζευτεί | θα έχω γουρσουζευτεί | να έχω γουρσουζευτεί | γουρσουζεμένος | |
| β' ενικ. | έχεις γουρσουζευτεί | είχες γουρσουζευτεί | θα έχεις γουρσουζευτεί | να έχεις γουρσουζευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει γουρσουζευτεί | είχε γουρσουζευτεί | θα έχει γουρσουζευτεί | να έχει γουρσουζευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε γουρσουζευτεί | είχαμε γουρσουζευτεί | θα έχουμε γουρσουζευτεί | να έχουμε γουρσουζευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε γουρσουζευτεί | είχατε γουρσουζευτεί | θα έχετε γουρσουζευτεί | να έχετε γουρσουζευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν γουρσουζευτεί | είχαν γουρσουζευτεί | θα έχουν γουρσουζευτεί | να έχουν γουρσουζευτεί | ||
Μεταφράσεις
γουρσουζεύω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.