γουλιέλμος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γουλιέλμος < όνομα Γουλιέλμος < (άμεσο δάνειο) γαλλική Guillaume < με τη σημασία guillaume (είδος εργαλείου όπως η πλάνη)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣuˈli̯el.mos/ (προσέγγιση ιδιωματικής προφοράς)
τυπογραφικός συλλαβισμός: γουλιέλμος

Ουσιαστικό

γουλιέλμος αρσενικό

  • (ιδιωματικό, Ιωνία (Σμύρνη), Ναύσταθμος) ξύλινο εργαλείο με λεπίδα όπως η πλάνη
    άλλες μορφές: γουλιέρμος (ιδιωματικό, Κύθηρα)
     συνώνυμα: γκινόσος

Πηγές

  • γουλιˬέλμος - Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (19332022) ως το λήμμα «δόγης»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.