γουίντσερφ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γουίντσερφ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική windsurf

Ουσιαστικό

γουίντσερφ ουδέτερο άκλιτο

  1. η ιστιοσανίδα
  2. (αθλητισμός) το θαλάσσιο άθλημα της ιστιοσανίδας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.