γονορροϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γονορροϊκός | η | γονορροϊκή | το | γονορροϊκό |
| γενική | του | γονορροϊκού | της | γονορροϊκής | του | γονορροϊκού |
| αιτιατική | τον | γονορροϊκό | τη | γονορροϊκή | το | γονορροϊκό |
| κλητική | γονορροϊκέ | γονορροϊκή | γονορροϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γονορροϊκοί | οι | γονορροϊκές | τα | γονορροϊκά |
| γενική | των | γονορροϊκών | των | γονορροϊκών | των | γονορροϊκών |
| αιτιατική | τους | γονορροϊκούς | τις | γονορροϊκές | τα | γονορροϊκά |
| κλητική | γονορροϊκοί | γονορροϊκές | γονορροϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
- που σχετίζεται με ή προκαλείται από γονόρροια
- γονορροϊκός πόνος, γονορροϊκή φαγούρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.