γναθιαίο

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

γναθιαίο

  1. γναθιαίος, στην αιτιατική του ενικού

γναθιαίο, ουδέτερο του γναθιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.