γλυκύπικρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
γλυκύπικρος, ος, ον
- που είναι ταυτόχρονα και γλυκός και πικρός, ο γλυκόπικρος (για τον έρωτα, ή και για το "χρυσωμένο χάπι" της νεοελληνικής ή για κάτι που ευχαριστεί αλλά φέρνει μετά στενοχώρια)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.