γλυκοπρωτεϊνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γλυκοπρωτεϊνικός | η | γλυκοπρωτεϊνική | το | γλυκοπρωτεϊνικό |
| γενική | του | γλυκοπρωτεϊνικού | της | γλυκοπρωτεϊνικής | του | γλυκοπρωτεϊνικού |
| αιτιατική | τον | γλυκοπρωτεϊνικό | τη | γλυκοπρωτεϊνική | το | γλυκοπρωτεϊνικό |
| κλητική | γλυκοπρωτεϊνικέ | γλυκοπρωτεϊνική | γλυκοπρωτεϊνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γλυκοπρωτεϊνικοί | οι | γλυκοπρωτεϊνικές | τα | γλυκοπρωτεϊνικά |
| γενική | των | γλυκοπρωτεϊνικών | των | γλυκοπρωτεϊνικών | των | γλυκοπρωτεϊνικών |
| αιτιατική | τους | γλυκοπρωτεϊνικούς | τις | γλυκοπρωτεϊνικές | τα | γλυκοπρωτεϊνικά |
| κλητική | γλυκοπρωτεϊνικοί | γλυκοπρωτεϊνικές | γλυκοπρωτεϊνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γλυκοπρωτεϊνικός < γλυκοπροτεΐνη + -ικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: glycoprotein < αρχαία ελληνική γλυκύς + πρῶτος
Επίθετο
γλυκοπρωτεϊνικός, -ή, -ό
- (βιοχημεία) που έχει σχέση με τη γλυκοπρωτεΐνη ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.