γλουτιαίο

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

γλουτιαίο

  1. γλουτιαίος, στην αιτιατική του ενικού

γλουτιαίο, ουδέτερο του γλουτιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.